- ατέλεστος
- -η, -ο (AM ἀτέλεστος, -ον) [τελώ]1. ανεκτέλεστος2. ασυμπλήρωτοςαρχ.-μσν.ο αμύητος ή ο αβάπτιστοςαρχ.1. ο χωρίς αποτέλεσμα, ο μάταιος, ο άσκοπος2. ατέλειωτος, απέραντος3. ακατόρθωτος4. (για χώρα) ατελής, απαλλαγμένος από φορολογία.
Dictionary of Greek. 2013.